Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ένα από τα πιο λαμπρά νέα νομικά μυαλά της χώρας στο Ενοχικό Δίκαιο (που και αυτόν τον χαίρεται η ξενιτιά, αφού τα πανεπιστήμιά μας έχουν πληθώρα άριστων νομικών και είπαμε να κάνουμε εξαγωγές....), ο δικηγόρος Τρικάλων και λέκτορας του Αστικού Δικαίου Σ.Κ. μου έκανε την τιμή να στείλει κάποιες παρατηρήσεις στην προηγούμενη δημοσίευση με τίτλο “ ΤΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΩ ΟΤΑΝ ΥΠΟΓΡΑΦΩ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΙΣΘΩΣΗΣ;”. Οι παρατηρήσεις του κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και είναι η αφορμή για το παρόν σημερινό διορθωτικό σημείωμα. Γίνεται δε αυτό αφενός για μα μην παρασυρθεί κανείς αναγνώστης της στήλης και υποψήφιος ενοικιαστής σε λανθασμένες κινήσεις που άθελά μου τον ώθησα να κάνει αφετέρου δε γιατί η Θέμις ως αυστηρή και ιδιαίτερα δύστροπη θεότητα-Δικαιοσύνη δεν ανέχεται λάθη από τους λειτουργούς της.
Επί της ουσίας:
-Στο σημείο 6 του πρώτου σημειώματος αναφορικά με την διετή διάρκεια της μίσθωσης που αναγράφεται στο ιδιωτικό συμφωνητικό ο Σ.Κ. παρατηρεί ορθά πως με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του νόμου 1703/1987ο ενοικιαστής έχει το δικαίωμα να κρατήσει το σπίτι που νοικιάζει το λιγότερο 3 χρόνια άσχετα με το χρονικό διάστημα που συμφωνήθηκε στο ιδιωτικό συμφωνητικό. Η δυνατότητα αυτή παρέχει στον ενοικιαστή δικαίωμα παραμονής στην οικία για ένα χρονικό διάστημα ικανοποιητικό χωρίς καμία άλλη πέραν του ενοικίου επιβάρυνσή του, ενώ παράλληλα διατηρεί την δυνατότητα -αν το επιθυμεί- να αποχωρήσει και στο μικρότερο χρονικό διάστημα της σύμβασης. Η εμμονή μου στην υπογραφή νέου ιδιωτικού συμφωνητικού για την κάλυψη και του χρονικού διαστήματος της εκ του νόμου παράτασης έχει ως δικαιολογητική της βάση μία -ίσως και λίγο τυπικιστική- μέριμνα για την πληρέστερη κατοχύρωση του καλόπιστου μέρους. Εξηγούμαι με ένα παράδειγμα: ο Α φοιτητής μένει ικανοποιημένος με το μίσθιο που το παραχώρησε ο ιδιοκτήτης Β, αλλά αυτό έχει κάποια μικρά ελαττώματα. Επιθυμεί την επιδιόρθωσή τους με έξοδα με έξοδα που ιδιοκτήτη (όπως έχει δικαίωμα). Επιπλέον, δε λόγω κρίσης θα ήθελε να μειωθεί και το μίσθωμα που ως τώρα καταβάλλει. Ενόψει της νέας φοιτητικής χρονιάς θέτει τα ζητήματα αυτά στον Β και ο τελευταίος συμφωνεί προφορικά, δίνουν τα χέρια και ο Α ευτυχισμένος γυρνά πίσω. Όταν όμως έρχεται η ώρα να καταβάλλει το ενοίκιο ο Β αρνείται ακόμα και ότι έγινε η ανωτέρω συζήτηση, ζητά το αρχικό ποσό του μισθώματος και δεν αναλαμβάνει καμία επιδιόρθωση. Τι θα κάνει ο Α που δεν υπέγραψε συμφωνητικό; Θα σηκωθεί να φύγει; Τα μαθήματα έχουν αρχίσει και δεν μπορεί να διακόψει το διάβασμά του για να αναζητήσει νέο σπίτι. Θα υποταχθεί στη μοίρα του και θα συνεχίσει μία ασύμφορη μίσθωση; Η οικονομική του κατάσταση δεν το επιτρέπει. Θα ζητήσει δικαστική δικαίωση; Μα αυτή θα αργήσει και είναι σφόδρα πιθανό ο Α να ηττηθεί αν προσέλθει στο δικαστήριο χωρίς έγγραφο αποδεικτικό μέσο. Αν αντίθετα ο Α είχε αξιώσει έγγραφη παράταση της μίσθωσης τότε είτε θα είχε συναντήσει την άρνηση του Β εξαρχής και θα μπορούσε να αποφασίσει αν θα φύγει ή όχι είτε αν ο Β αρχικά υπέγραφε και μετά αρνιόταν το πάνω χέρι θα το είχε ο Α, θα μπορούσε να καταβάλλει το συμφωνηθέν μικρότερο μίσθωμα και κάθε αξίωση του Β στα δικαστήρια θα καταρρίπτονταν ευχερώς.
-Στο σημείο 7 ο Σ. Κ. επισημαίνει πως το τέλος χαρτοσήμου έχει πλέον καταργηθεί για τη μίσθωση κατοικίας. Η παρατήρησή του είναι ορθή και ο γράφων έσφαλλε, για αυτό ζητά συγνώμη εκ των προτέρων για τυχόν παρεξηγήσεις που μπορεί να προκάλεσε.
-Στο σημείο 10 ο Σ.Κ. αναφέρει πως η πρακτική συνηθίζει την καταβολή 2 ενοικίων ως εγγύηση κατά την υπογραφή του συμφωνητικού και πως αυτά χρησιμεύουν ουσιαστικά ως κάλυψη του ιδιοκτήτη έναντι του κινδύνου κάποιας φθοράς κλπ του μισθίου από τον ενοικιαστή. Η πρακτική αυτή κρατούσε πράγματι στην χώρα μας πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Αντίθετα με την επίταση των οικονομικών δυσκολιών, τον περιορισμένο αριθμό φοιτητών που έρχονται ειδικά σε επαρχιακές πόλεις, την υπερπροσφορά ακινήτων και την αύξηση της φορολογίας τους η κυρίαρχη μέριμνα του ιδιοκτήτη πλέον είναι να μην μένει το ακίνητο ξενοίκιαστο. Η εγγύηση έχει στην πράξη μειωθεί στο ένα μίσθωμα και αυτό μάλιστα παρέχεται πρωτίστως ως μία επιπλέον διαβεβαίωση πως το σπίτι τελικά θα νοικιαστεί και ο μισθωτής δεν θα υπαναχωρήσει.
Κλείνοντας την ιδιαίτερα χρήσιμη αυτή παρένθεση θα ήθελα ξανά να ευχαριστήσω τον αγαπητό Σ. Κ. για την διάθεση του πολύτιμου χρόνου του για τις τόσο καίριες και ουσιώδεις αυτές παρατηρήσεις. Και δεύτερον να τονίσω πως η προοπτική του διαλόγου επί των θεμάτων που το “Ημερολόγιο Σκέψεων” πραγματεύεται είναι μία από τις κύριες ιδέες που οδήγησαν στη γέννησή του. Για αυτό όποιος αναγνώστης έχει κάποια άποψη -σύμφωνη καλά, αντίθετη ακόμα καλύτερα!- με κάποιο άρθρο δεν έχει παρά να την εκφράσει. Δεσμεύομαι πως θα τύχει προσοχής και αιτιολογημένης απάντησης.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΩ ΟΤΑΝ ΥΠΟΓΡΑΦΩ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΙΣΘΩΣΗΣ; -(17 απλές συμβουλές)


Ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας της έναρξης της σχολικής και φοιτητικής χρονιάς. Και αν για τους μαθητές και τους ήδη σπουδάζοντες οι αλλαγές περιορίζονται στην τάξη και το αμφιθέατρο, για τους πρωτοετείς φοιτητές ο Σεπτέμβρης συνεπάγεται πολλές φορές και την αλλαγή στέγης με τη μετακόμισή τους σε μία άλλη πόλη. Και μετακίνηση σημαίνει και ενοίκιο σπιτιού, βάρος δυσβάστακτο για πολλές οικογένειες στις μέρες μας. Για να μην επιταθεί αυτό το βάρος αλλά και για να μην προκληθούν από το πουθενά προβλήματα απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά το προστάδιο πριν την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης αλλά και κατά την υπογραφή αυτού. Άλλωστε οι αρχαίοι συνήθιζαν να λένε πως είναι καλύτερο να προλαμβάνεις παρά να θεραπεύεις. Συγκεκριμένα λοιπόν όταν πάμε να νοικιάσουμε ένα σπίτι πρέπει να προσέχουμε ορισμένα σημεία.
  1. Μόλις εντοπιστεί το ακίνητο που μας ενδιαφέρει καλό είναι αν υπάρχει η δυνατότητα να διενεργηθεί μία σχετική έρευνα από νομικό της πράξης (δικηγόρο) στο κατά τόπο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο/κτηματολόγιο. Η έρευνα αυτή αποσκοπεί: α) στο να επιβεβαιωθεί ποιος είναι πραγματικός κύριος του ακινήτου έτσι ώστε να μην αναφανούν στο μέλλον διεκδικήσεις από τρίτους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε έξωσή μας από το ακίνητο. Να έχουμε κατά νου πως ο νόμος επιτρέπει στον πραγματικό κύριο να λύσει μία μίσθωση που άλλος συνήψε για δικό του ακίνητο, με αποτέλεσμα ο μισθωτής που υπέγραψε μίσθωση με μη κύριο να βρεθεί εκτεθειμένος και υποχρεωμένος να εκκενώσει το ακίνητο αν του ζητηθεί β) Στην ανακάλυψη τυχόν υποθηκών σε βάρος του ακινήτου. Αν το μίσθιο βαρύνεται με υποθήκη και ο ιδιοκτήτης δεν την αποπληρώσει τότε αλλάζει η κυριότητα και περιέρχεται στον δανειστή που είχε επιβάλλει υποθήκη, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον μισθωτή, δηλ. ενδεχόμενη έξωσή του και νέα ταλαιπωρία για την εξεύρεση νέου ακινήτου. Με την υπερχρέωση πολλών νοικοκυριών σήμερα η δεύτερη αυτή πιθανότητα είναι δυστυχώς ιδιαίτερα αυξημένη.
  2. Εφόσον η κατάσταση (πραγματική και από άποψη ιδιοκτησίας) του ακινήτου είναι τέτοια που μας συμφέρει να συνάψουμε τη μίσθωση ακολουθεί η υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης. Για την έγκυρη σύναψή του δεν απαιτείται η παρουσία δικηγόρου, αλλά η σωστή νομική συμβουλή σίγουρα μας εξασφαλίζει περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση η υπογραφή είναι απαραίτητη για να ξέρουμε αναλυτικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας ως ενοικιαστές.
  3. Στην πρακτική ακολουθείται η τακτική της αγοράς από τα περίπτερα ενός συμφωνητικού ή της συμπλήρωσης ενός έτοιμου που διαθέτει ο μεσίτης. Τα εν λόγω συμφωνητικά έχουν το πλεονέκτημα της εξοικονόμησης χρήματος και κόπου όμως μία πιο ενδελεχής ματιά στο περιεχόμενό τους αποδεικνύει πως οι όροι τους είναι συντριπτικοί εις βάρος του μισθωτή. Για αυτό το διαβάζουμε προσεκτικά ή ακόμα καλύτερα -και πάντα εννοείται αν έχουμε την οικονομική δυνατότητα! -το δίνουμε σε δικηγόρο να το διαβάσει πριν υπογράψουμε. Εννοείται ότι μπορούμε να επιφέρουμε όσες αλλαγές επιθυμούμε στο κείμενό του.
  4. Κατά την αναγραφή των στοιχείων του εκμισθωτή στο συμφωνητικό προσέχουμε να αναγραφούν τα στοιχεία του πραγματικού εκμισθωτή. Αυτός μπορεί να είναι άλλο πρόσωπο από αυτό με το οποίο διαπραγματευτήκαμε (π.χ. η κυριότητα να ανήκει στον πατέρα αλλά εμείς να μιλήσαμε με το γιο, το συμφωνητικό θα υπογραφεί στο όνομα του πατέρα). Αλλά δεν μπορεί το όνομα του εκμισθωτή στο συμφωνητικό να είναι άλλο από αυτό του κυρίου ή των κυρίων του ακινήτου όπως αυτό προέκυψε από την έρευνα στο υποθηκοφυλακείο. Αν έχουμε πολλούς κυρίους ή πολλούς μισθωτές αναγράφονται τα ονόματα και τα στοιχεία όλων ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ.
  5. Στην περιγραφή του ακινήτου που νοικιάζουμε είμαστε όσο το δυνατό πιο ακριβείς. Καλό είναι για να αποφεύγονται οι πολλές λεπτομέρειες για τα σύνορα κτλ του ακινήτου να αναγράφεται ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) που κάθε ακίνητο έχει σε όσες περιοχές λειτουργεί το κτηματολόγιο, με σκοπό να προσδιορίζεται αυτό επακριβώς και χωρίς αμφιβολία. Κατά κανόνα βέβαια την περιγραφή του ακινήτου την αναγράφει ο κύριος οπότε εμείς απλά προσέχουμε να αφορά η περιγραφή στο συμφωνητικό στο ακίνητο που είδαμε και επιλέξαμε να νοικιάσουμε.
  6. Τα περισσότερα συμφωνητικά προβλέπουν διάρκεια μίσθωσης δύο χρόνια. Ακόμα και αν το σπίτι είναι ωραίο και φθηνό και οι σπουδές μας προορίζεται να κρατήσουν άνω της διετίας και πάλι ας περιορίσουμε την διάρκεια στα 2 χρόνια, έτσι ώστε αν αλλάξουν σε κάτι οι συνθήκες να μπορούμε να επαναδιαπραγματευτούμε ή να αποχωρήσουμε από το μίσθιο ή αν επιθυμούμε και εμείς και ο ιδιοκτήτης την συνέχιση της μίσθωσης τότε μπορούμε να υπογράψουμε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό μία παράτασης μίσθωσης.
  7. Αναφορικά με το ενοίκιο ας μην ξεχνάμε πως στον υπολογισμό του ποσού που θα καταβάλλεται ανά μήνα συνυπολογίζεται το τέλος χαρτοσήμου κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως επιπλέον ποσοστό επί του μισθώματος-σήμερα είναι 3,6%. Προσοχή συνεπώς στον υπολογισμό του ποσού μισθώματος που θα ορίσουμε ως βάση.
  8. Στην ίδια παράγραφο του συμφωνητικού καθορίζεται τόσο ο χρόνος πληρωμής όσο και ο τρόπος αυτής δηλ. στο χέρι ή μέσω τραπέζης. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να οριστεί ρητά πως μόνο η ιδιόχειρη απόδειξη του ιδιοκτήτη αποδεικνύει την καταβολή οπότε δεν δίνουμε λεφτά χωρίς απόδειξη που να αναγράφει το ποσό, το μήνα στον οποίο αντιστοιχεί και την υπογράφει ο ιδιοκτήτης! Στην δεύτερη περίπτωση σε κάθε καταβολή στην Τράπεζα και στο λογαριασμό που τα μέρη όρισαν, θα πρέπει να εκδίδεται από τον υπάλληλο της Τράπεζας αποδεικτικό κατάθεσης με το όνομα του μισθωτή, το ποσό που καταβάλλει και ως αιτιολογία τον μήνα ή τους μήνες στους οποίους αναφέρεται το καταβαλλόμενο ενοίκιο.
  9. Αναφορικά με την αναπροσαρμογή του μισθώματος αυτή συμφωνείται από τα μέρη κατά κανόνα ελεύθερα με βάση τις γενικότερες συνθήκες της αγοράς στο ύψος ενός ποσοστού επί του ενοικίου. Αν δεν συμφωνηθεί τίποτα σχετικό τότε ακολουθείται η νόμιμη αναπροσαρμογή δηλ. το ενοίκιο αυξάνεται σε ποσοστό 6% επί της αντικειμενικής αξίας. Η αναπροσαρμογή αυτή συντελείται μετά 2 χρόνια από τη σύναψη της μίσθωσης. Σε κάθε επόμενο χρόνο το μίσθωμα θα αυξάνεται σε ποσοστό (75%) της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Εξαρτάται από τα οικονομικά συμφέροντα των μερών σε ποιον από τους δύο τρόπους για αναπροσαρμογή θα καταλήξουν, αλλά καλά θα κάνουμε να προσέξουμε αυτό το σημείο γιατί άπαξ και υπογραφεί το συμφωνητικό με όρο αύξησης ο εκμισθωτής θα μπορεί νόμιμα να αυξήσει το μίσθωμα μετά την πάροδο διετίας.
  10. Στο συμφωνητικό συνήθως προβλέπεται η καταβολή ενός ποσού ως εγγύηση για την σύναψη της μίσθωσης. Προς διευκόλυνση του μισθωτή στην πρακτική έχει καθιερωθεί η εγγύηση να καλύπτει το ενοίκιο του τελευταίου μήνα της μίσθωσης, αλλά τα μέρη μπορούν να ορίσουν ότι θα καλύπτει άλλο μήνα π.χ. τον πρώτο.
  11. Σε χωριστή παράγραφο αναφέρεται συνήθως ότι ο ενοικιαστής εξέτασε το σπίτι και το βρήκε της αρεσκείας του και κατάλληλο για την χρήση που το προορίζει. Υπογράφοντας στο συμφωνητικό και αυτή την παράγραφο μαζί με τις άλλες ο ενοικιαστής ουσιαστικά παραιτείται από κάθε δικαίωμα να προσβάλλει τη μίσθωση για λόγο που να αφορά την κακή αρχική κατάσταση του ακινήτου. Κατά συνέπεια χρειάζεται μεγάλη προσοχή κατά την προκαταρκτική του εξέταση γιατί ελαττώματα που προσέξαμε επιβαρύνουν εμάς.
  12. Ακολουθούν συνήθως παράγραφοι που προβλέπουν σειρά υποχρεώσεων του μισθωτή για καλή χρήση του μισθίου, ασφάλισή του κτλ. Πολλοί σχετικοί όροι των προ-τυπωμένων συμφωνητικών σωρεύουν ατάκτως πληθώρα υποχρεώσεων στο κεφάλι του ενοικιαστή, χωρίς καν να του αναγνωρίζουν την δυνατότητα να προβάλλει αντίρρηση. Ελάχιστες υποχρεώσεις από αυτές είναι νόμιμες. Για αυτό το λόγο μπορούμε είτε να ζητήσουμε την παράλειψή τους και την αντικατάσταση με τη φράση “αναλαμβάνει κάθε εκ του νόμου ευθύνη που του αναλογεί” είτε ακόμα καλύτερα να προσφύγουμε αν μπορούμε σε δικηγόρο για να μας ετοιμάσει μία αντιπρόταση υποχρεώσεων που δε θα μας εκθέτει σε υπέρμετρους κινδύνους.
  13. Αναφορικά με τα έξοδα του σπιτιού πρέπει να επιχειρείται στο συμφωνητικό ρητή διάκριση: αν πρόκειται για βάρη από την λειτουργία αυτού π.χ. για νερό, ηλεκτρικό κτλ αυτά αφορούν εμάς. Αν όμως πρόκειται για πάγια βάρη π.χ. δημοτικά τέλη κλπ αυτά εκ του νόμου βαρύνουν τον ιδιοκτήτη.
  14. Για την περαιτέρω εξασφάλισή μας μπορούμε να γράψουμε ρητά στο συμφωνητικό πως “η μη άσκηση κάποιου δικαιώματός του μισθωτή δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση παραίτησή του από αυτό”. Έτσι δεν μπορεί σε ενδεχόμενη διαφωνία μας μαζί του να ισχυριστεί ο ιδιοκτήτης πως παραιτηθήκαμε από κάποιο δικαίωμά μας επειδή δεν το ασκήσαμε.
  15. Προσοχή χρειάζεται και αναφορικά με τις προβλέψεις για λύση της μίσθωσης: αν υπάρχει στο συμφωνητικό όρος που να υποχρεώνει τον ενοικιαστή σε καταβολή των ενοικίων ως τον συμβατικό χρόνο λήξης της σύμβασης ακόμα και αν στην πράξη αυτός εγκατέλειψε το μίσθιο πριν την στιγμή αυτή, τότε θα οφείλει να καταβάλλει τα ενοίκια μέχρι να τελειώσει και τυπικά ο χρόνος της συμφωνίας. Για αυτό θα πρέπει να επιμένουμε στην διαγραφή τέτοιου όρου.
  16. Αναφορικά με την εγκυρότητα και την σημασία των όρων του συμφωνητικού αναγράφεται συνήθως η φράση “όλοι οι όροι του παρόντος συμφωνητικού είναι έγκυροι”. Αυτό δίνει -θεωρητικά- δυνατότητα στον ιδιοκτήτη να καταγγείλει τη σύμβαση ακόμα και για ασήμαντη αφορμή. Για αυτό θα πρέπει να διαγράφεται.
  17. Τέλος, μεγάλη προσοχή στην παράγραφο που ορίζει ποια δικαστήρια είναι αρμόδια για την επίλυση σχετικών με τη μίσθωση διαφορών. Ίσως ακούγεται λίγο παράξενο να συζητάμε για δικαστήρια στην αρχή μίας μίσθωσης αλλά στην πράξη υπάρχουν περιπτώσεις που ο συγκεκριμένος όρος σε ένα συμφωνητικό αποδεικνύεται καταστρεπτικός για τον ενοικιαστή. Ορίζεται πως αρμόδια για τις διαφορές από τη μίσθωση είναι τα δικαστήρια μίας ορισμένης πόλης, καμία φορά άλλης από αυτή που βρίσκεται το ακίνητο. Έτσι, αν εμφανιστεί ανάγκη να προσφύγουμε στα δικαστήρια ή καταφύγει εκεί εναντίον μας ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να τρέχουμε στα δικαστήρια της πόλης που ορίστηκε στο συμφωνητικό που υπογράφηκε, με ότι αυτό συνεπάγεται από άποψης εξόδων και αποτελεσματικότητας της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας.
Συγκεφαλαιώνοντας, η σύναψη μίσθωσης είναι ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση, και κατά κανόνα στην ελληνική πραγματικότητα -ειδικά των μικρών επαρχιακών πόλεων -επικρατεί μία τάση εκμετάλλευσης των ενοικιαστών με υψηλά ενοίκια και χαμηλές υπηρεσίες. Αλλά η προσοχή και το θάρρος κατά τη διαπραγμάτευση αποτρέπουν τέτοια φαινόμενα. Αν ήθελα να συνοψίσω σε μία συμβουλή για νέους φοιτητές τα ανωτέρω αυτή θα ήταν: διαβάζεται προσεχτικά ότι υπογράφετε. Και μην διστάσετε να αρνηθείτε ένα όρο αν δε σας συμφέρει. Μία καλή διαπραγμάτευση δε σας κάνει αγενείς, απλά αποδεικνύει πως δεν είστε ανυποψίαστοι. Καλή αρχή και καλή χρονιά!





Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

ΜΟΔΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗΣ Η ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ;

 
Η μόδα δεν είναι και ακριβώς το πεδίο μου, για την ακρίβεια η ανδρική μόδα μου φαίνεται ακαλαίσθητη και η γυναικεία ακατανόητη. Η τάση δε τα τελευταία χρόνια να κυκλοφορούν οι κοπέλες στο δρόμο επιδεικνύοντας τα υπαρκτά ή φανταστικά προσόντα τους ντυμένες .... γδυτές με έχει προβληματίσει. 
Για αυτό είναι ιδιαίτερη τιμή και χαρά να αναρτώ σε αυτό το blog τις απόψεις ενός πολύ κοντινού μου προσώπου, μίας κοπέλας σύγχρονης και δυναμικής, που κάθε άλλο παρά παλιομοδίτικη ή συντηρητική μπορεί να χαρακτηριστεί. Για αυτές τις σκέψεις που έκανε τον κόπο να γράψει με δική της έμπνευση και μου χάρισε για να τις δημοσιεύσω εδώ, καθώς και για το γεγονός πως επέλεξε να μοιραστεί τη ζωή της μαζί μου την ευχαριστώ από καρδιάς. Ιδού το κείμενό της, απείραχτο, σύντομο και μεστό:

"Περπατώντας στο κέντρο της πόλης πολλές φορές μου γεννάται η απορία αν βρίσκομαι όντως στο κέντρο μιας πόλης ή σε κάποια φημισμένη κοσμοπολίτικη παραλία. Τι είναι αυτό άραγε που έχει επιβάλλει , στις γυναίκες κυρίως ( 15 ετών και άνω), να κυκλοφορούν μισοντυμένες και με μεγάλη άνεση, κάνοντας τα ψώνια τους, τη βόλτα τους ή ακόμη πηγαίνοντας στη δουλειά τους; Αν είναι μόδα, τι είδους μόδα είναι αυτή που μας αναγκάζει να δεχθούμε ένα τέτοιο πρότυπο ντυσίματος;
Ως μόδα θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την τάση ή την συνήθεια που αποκτούν οι περισσότεροι άνθρωποι στο ντύσιμο, την ψυχαγωγία, τη διακόσμηση ακόμη και στην ομιλία την εκάστοτε χρονική περίοδο. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι μέσα από τη μόδα εκφράζονται πρωτοπόρες ιδέες καλλιτεχνών ή ευφυών ανθρώπων που έχουν κάτι καινούριο να μας δείξουν και μας προτείνουν να το ακολουθήσουμε. Η μαγική λέξη είναι το προτείνουν! Δεν μας επιβάλλουν , δεν μπορούν να μας επιβάλλουν γιατί αμέσως τότε θα χανόταν η ελευθερία της επιλογής. Τότε, αφού οι ίδιοι οι δημιουργοί την μόδας δεν μπορούν να μας την επιβάλλουν γιατί εμείς να την ακολουθούμε τυφλά; Αμέσως κανείς μπορεί να φέρει στο μυαλό του 3-4 παράγοντες που προσπαθούν να εξαναγκάσουν τον κόσμο να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ( ΜΜΕ, διαφημίσεις, εταιρείες προώθησης προϊόντων, τραγουδιστές και διαφόρων ειδών καλλιτέχνες κτλ.), εξυπηρετώντας δικά τους προσωπικά οφέλη (ή κέρδη) και σίγουρα πολλούς άγνωστους σε εμάς σκοπούς που ίσως δεν μπορούμε καν να τους φανταστούμε. Θα σπαταλούσα χρόνο και κόπο για να αναλύσω όλους αυτούς τους παράγοντες που πραγματικά μοιάζουν ασήμαντοι και τιποτένιοι, και όμως επηρεάζουν μια μεγάλη μερίδα συνανθρώπων μας.
Ο καθένας έχει το δικαίωμα να ντυθεί όπως θέλει. Πάντοτε όμως με κριτική σκέψη και σύμφωνα με τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και το γούστο του. Μόνο έτσι θα αναδείξουμε αυτό που πραγματικά είμαστε και πρεσβεύουμε μακριά από κάθε επιρροή. Πέρα από ηθικολογίες και θρησκευτικές προσεγγίσεις οποιοσδήποτε μπορεί να αναρωτηθεί πως είναι δυνατόν η γύμνια να είναι καλαίσθητη; Πως είναι δυνατόν να την αποκαλεί κανείς μόδα; Και ποιο μπορεί να είναι το επόμενο στάδιο; Να κυκλοφορούμε με μαγιό; Όταν οι γυναίκες (κυρίως) επιδεικνύουν συνεχώς και απροκάλυπτα τα σωματικά τους προσόντα χάνεται η αιδώς, στη συνέχεια χάνεται ο αυτοσεβασμός και τελικά ο σεβασμός των ανθρώπων μεταξύ τους, γιατί παύουν πια να εστιάζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, στο κεντρικό σημείο της προσωπικότητας και των εκφράσεών μας. Όλα αυτά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Σαν συνέπεια θα αρχίσει να χάνεται η προσωπική επαφή από τη στιγμή που ο ένας θα επικεντρώνεται στο σώμα του άλλου και όχι στην ψυχή. Όταν φανερώνεται κάθε σπιθαμή του σώματός μας σε κοινή θέα πως είναι δυνατόν ο άλλος να μας εκτιμήσει αλλά και να εκτιμήσουμε εμείς οι ίδιοι τους άλλους; Μήπως και οι άντρες δεν άρχισαν να κυκλοφορούν με εκτεθειμένα τα εσώρουχά τους; Είναι αυτό λοιπόν μόδα; Κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί να απαντήσει.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω πως είναι ανάγκη και επιτακτικό να αρχίσουμε να σεβόμαστε τον εαυτό μας λίγο περισσότερο ούτως ώστε να μας σεβαστούν και οι άλλοι. Είναι ανάγκη να βρούμε τη χαμένη μας αξιοπρέπεια. Και να θυμόμαστε πως «όταν αφήνουμε την ακαλαισθησία να οργιάζει γύρω μας, ασχημαίνουμε και εμείς»."

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΝΙΑ: (ή πως αμφισβητείται ένας νόμος χωρίς να καταλύεται η νομιμότητα;)



Ο δημόσιος διάλογος στην χώρα μας έχει δυστυχώς την τάση να κακοποιεί λέξεις-θεμέλια της ίδιας της δημοκρατίας, χωρίς να συνειδητοποιούν οι ομιλούντες το κακό που προκαλούν έτσι στην δημοκρατία αλλά και στην κοινωνική συνοχή της πατρίδας μας. Μία τέτοια επανειλημμένα κακοποιημένη λέξη είναι η νομιμότητα: την υπερασπίζονται και τα δύο μέρη της διαμάχης που ξεσπά με αφορμή κάθε νομοσχέδιο προς ψήφιση, την παραβιάζει η κυβέρνηση κατά την οπτική της αντιπολίτευσης και το αντίστροφο, την επικαλούνται ακόμα και για να μην τηρήσουν εν ονόματί της ένα νόμο ψηφισμένο από το σύνολο σχεδόν της Βουλής. Ανταποκρίνονται αυτές οι χρήσεις στο πραγματικό της νόημα;
Γραμματικά με τον όρο “νομιμότητα” νοούνται: α) η ιδιότητα του νόμιμου β) η τήρηση των νόμων, ως αντίθετά δε αυτής ορίζονται η ανομία και η παρανομία1. Από τον ορισμό εύκολα γίνονται δεκτά τα ακόλουθα: πρώτον, η νομιμότητα ως έννοια δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην τήρηση ενός νόμου αλλά στην συνολική στάση της κοινωνίας απέναντι στο σύνολο των νόμων, στάση που δεν μπορεί παρά να συνίσταται στην τήρησή τους εφόσον η ίδια η κοινωνία δια των αντιπροσώπων της είναι αυτή που θεσπίζει τους νόμους αλλά κυρίως εφόσον η κοινωνία επιθυμεί να υπάρξει ως οργανωμένο σύνολο και δεν θέλει να διαλυθεί σε αυτόνομες μονάδες αυταρχικής εξουσίας. Δεύτερον, το αντίθετο της είναι η ανομία, δηλ. η έλλειψη έννομης τάξης2 ήτοι η όχι η απλή παρανομία αλλά η πλήρης διάλυση της έννομης τάξης, γεγονός που εξ’ αντιδιαστολής τονίζει την αξία της νομιμότητας σε ένα οργανωμένο κράτος για την προστασία και προκοπή των πολιτών του.
Το κύριο πρόβλημα που θέτει η νομιμότητα σχετίζεται άμεσα με την πηγή της. Αυτό γιατί οι νόμοι προέρχονται στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες από τα εθνικά κοινοβούλια και ειδικότερα από τις πρόσκαιρες πλειοψηφίες εντός αυτών. Ακόμα και αν δεχτούμε πως η πλειοψηφία εντός κοινοβουλίου ανταποκρίνεται στην πλειοψηφία του λαού τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ψήφισης του νόμου μένει πάντα το πολύ σοβαρό θέμα της εκπροσώπησης των υπολοίπων, της μειοψηφίας που μπορεί άλλωστε να θίγεται από τον ψηφισθέντα νόμο. Τι μέσα έχει αυτή να αντιταχθεί στο νόμο όταν έχει ήδη εκδοθεί και η εφαρμογή του είναι πλέον υποχρεωτική;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αποτελεί άλλωστε την πεμπτουσία της επιτυχημένης δημοκρατίας η έκφραση της πλειοψηφίας χωρίς την παράβαση των δικαιωμάτων των μειοψηφιών. Το θέμα δεν είναι ξεκάθαρο ούτε θεωρητικά πολλώ δε μάλλον πρακτικά, και η σύγχυση επιτείνεται αφενός από την ποικιλία των μειοψηφιών σε μία κοινωνία εξ ορισμού πολυ-πολιτισμική όπως -μας αρέσει ή όχι -υπήρξε πάντα η ελληνική, αφετέρου από το γεγονός πως σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης οι ρόλοι πλειοψηφία-μειοψηφία αλλάζουν με πρωτοφανή ταχύτητα. Με αυτά κατά νου θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία απάντηση στο ερώτημα.
Σε επίπεδο ουσίας πρέπει από την αρχή να ξεκαθαριστεί πως το ίδιο το Σύνταγμα αποτελεί το μόνο θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί παραδεκτά για μία σύγχρονη δημοκρατία να εδράζεται η αντίθεση στην εφαρμογή ενός νόμου. Κάθε άλλη θεμελίωση δεν μπορεί να τελεσφορήσει, καθώς το Σύνταγμα και μόνο είναι αυτό που θέτει όρια στη βούληση της πλειοψηφίας όπως αυτή νόμιμα εκφράζεται σε μία δημοκρατία. Η επίκληση γενικών αρχών δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, αφενός γιατί οι πανανθρώπινες και γενικές αρχές του σύγχρονου κράτους δικαίου ενυπάρχουν ήδη στο Σύνταγμα, είτε ρητά είτε ερμηνευτικά εξαγόμενες, αφετέρου όσες τυχόν δεν έχουν συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα ή στις τροποποιήσεις του δεν αποτελούν κοινή βάση συζήτησης και δεν είναι γενικότερα αποδεκτές από την οργανωμένη κοινωνική συμβίωση που διέπεται από την εκάστοτε συνταγματική τάξη. Ο ρόλος του Συντάγματος άλλωστε είναι διττός: πρώτα να καθορίζει τον τρόπο άσκησης της εξουσίας από την εκάστοτε πλειοψηφία και δεύτερον και κυριότερο να εξασφαλίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, δικαιώματα που ακόμα και η πλειοψηφία ΔΕΝ μπορεί να του στερήσει. Σε αυτή τη βάση η μειοψηφία ή ακόμα και ένα μεμονωμένο άτομο έχει την δυνατότητα να αμφισβητήσει ένα νόμο της πλειοψηφίας που το θίγει σε αυτό τον σκληρό πυρήνα των δικαιωμάτων του. Η επίκληση επιχειρημάτων τύπου “ ο λαός να κάνει κουμάντο στο σπίτι του” -παρά το γεγονός πως κατά κόρον χρησιμοποιούνται από αρθρογράφους αριστερής αλλά και δεξιάς τοποθέτησης- δεν είναι σωστή επειδή αγνοεί την βασική παράμετρο του αυτοπεριορισμού της πλειοψηφίας μέσα από την θέσπιση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της μειοψηφίας και του ατόμου. Σε μία όντως δημοκρατία ΚΑΝΕΙΣ, ούτε ακόμα και όλος ο λαός, δεν δρα εκτός πλαισίων.
Σε επίπεδο διαδικασίας η αντίδραση της μειοψηφίας είναι πιο δύσκολο να σχηματοποιηθεί, έτσι ώστε ναι μεν να εκφράζεται η αντίθεση στον συγκεκριμένο νόμο, αλλά ταυτόχρονα να μην κλονίζεται το σύνολο της έννομης τάξης με τραγικές -πρώτα για την μειοψηφία-ζ συνέπειες. Τρεις δρόμοι ανοίγονται για την επίτευξη της αντίστασης και εν τέλει της κατάργησης ενός τέτοιου νόμου. Ο πρώτος και πλέον προφανής, αν και λόγω ελληνικών ιδιαιτεροτήτων αναποτελεσματικός τρόπος είναι αυτός της προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια. Αμέσως μόλις ο νόμος μετουσιωθεί σε διοικητικές πράξεις αυτές μπορούν να προσβληθούν στα δικαστήρια και παρεμπιπτόντως να προβληθεί και η συνταγματικότητα του νόμου όπου εδράζονται. Εννοείται πως αν δεν χορηγηθεί από το αρμόδιο δικαστήριο σχετική απόφαση αναστολής εκτέλεσης της πράξης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης οι πράξεις και ο νόμος εφαρμόζονται κανονικά. Δεύτερος αν και πιο επώδυνος τρόπος είναι αυτός της παράβασης του νόμου με ανάληψη της ευθύνης για τις συνέπειες. Σε αυτή την περίπτωση ο διαφωνών παραβαίνει το νόμο και ακολούθως ηθελημένα παραδίδεται στη δικαιοσύνη για να δικαστεί και στα πλαίσια της δίκης του να αποδειχθεί η αντισυνταγματικότητα του νόμου. Κλασσικό τέτοιο παράδειγμα επιτυχούς ακύρωσης νόμου υπήρξε “η δίκη των πιθήκων” στο Τενεσί των ΗΠΑ το 1925. Ο νεαρός δάσκαλος Τζών Τόμας Σκόμπ εν γνώσει πως παραβαίνει τον νόμο που απαγόρευε την διδασκαλία της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου στην εκπαίδευση αφιέρωσε ένα σχετικό μάθημα στην τάξη του, με αποτέλεσμα να κινηθεί δίκη εναντίον του. Παρά την εν τέλει καταδίκη του σε πρόστιμο για αυτή την πράξη του ο σάλος που προκάλεσε οδήγησε στην αδρανοποίηση του νόμου περί εξέλιξης. Τρίτος τέλος τρόπος, που συνδυάζεται με τους ανωτέρω, είναι αυτός της διαμαρτυρίας μέσω της ενημέρωσης της κοινής γνώμης για το θέμα, με πορείες, επιστολές διαμαρτυρίες, αρθρογραφία κτλ ώστε όταν αλλάξει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ο νόμος να καταργηθεί ή να αναθεωρηθεί. Στο μεσοδιάστημα όλες οι διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται κανονικά από τους διαμαρτυρόμενους. Είναι πιο αργόσυρτος δρόμος και η επιτυχία του εξαρτάται από την δραστηριότητα και/ή την ισχύ των διαμαρτυρομένων.
Οι προπεριγραφέντες τρόποι κινούνται εντός των ορίων της δημοκρατίας, δεν την φθείρουν και οδηγούν ακόμα και αν αποτύχουν σε ενίσχυση της νομιμότητας. Αντίθετα, άλλες οδοί που δυστυχώς ακολουθούνται συχνότερα στην ελληνική πραγματικότητα έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνες. Η συστηματική μη εφαρμογή του νόμου με παράλληλη άρνηση των συνεπειών της παράβασης με την συχνότατη πρόφαση του πολιτικού αγώνα που πρέπει να μείνει ατιμώρητος απολήγει σε πλήρη διάλυση του κράτους δικαίου. Ενδεικτικά, στην ακραία λογική της επέκταση δικαιολογεί ακόμα και το δολοφόνο ή τον ληστή που μπορεί να ισχυριστεί πως διαφωνεί με την προστασία της ανθρώπινη ζωής ή περιουσίας και για αυτό έδρασε όπως έδρασε. Επιπλέον δε υποσκάπτει και τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής: η μη εφαρμογή ενός νόμου επειδή αντιτίθεται στα συμφέροντα μίας ομάδας πληθυσμού οδηγεί και τις άλλες να πράξουν το ίδιο και να αντιταχθούν βίαια σε κάθε απόπειρα επιβολής των κανονισμών του συνόλου που τις θίγουν (βλ. Κερατέα). Αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η εφαρμογή μόνο των νόμων που εξυπηρετούν το συμφέρον της κυρίαρχης οικονομικά και πολιτικά τάξης ή των διάφορων συντεχνιών που έχουν την δύναμη να πιέσουν για την ατιμωρησία τους. Επόμενο στάδιο σε μία τέτοια ολισθηρή πορεία είναι ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε αντίπαλες κλειστές ομάδες που συγκρούονται εις βάρος όλων των υπολοίπων.
Κλείνω αυτό το σημείωμα με μία διδακτική ιστορία από τον Ηρόδοτο: όταν ο Ξέρξης ρώτησε τον εξόριστο στην Αυλή του Δημάρατο πως θα νικήσουν οι Σπαρτιάτες τους δικού του πολεμιστές που πολεμούν με το φόβο ότι τους παρακολουθεί ο Σπαρτιάτης του απάντησε “Βασιλιά μου, και οι Σπαρτιάτες έχουν κύριο που τους υποχρεώνει να πολεμούν και μάλιστα πιο σκληρό από εσένα. Τον λένε νόμο.” Ο νόμος λοιπόν με την έννοια του σεβασμού της νομιμότητας μαζί με την αγάπη για τη πατρίδα ήταν που ώθησε τους Έλληνες στην εποποιία των περσικών πολέμων. Και η τήρηση της νομιμότητας σήμερα είναι που θα μας βγάλει από την κρίση.
1Ο ορισμός από το Λεξικό των Τεγόπουλου -Φυτράκη, Δ έκδοση, σελ. 502.
2Βλ. Τεγόπουλου-Φυτράκη, ο.π. σελ. 66-67.

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

THE DICTATOR -Κριτική (Ή πως η χυδαιότητα αμαυρώνει την εξυπνάδα)


Το θερινό σινεμά προϋποθέτει ανάλαφρη ταινία-κανείς από όσους έχουμε μείνει να εργαζόμαστε το κατακαλόκαιρο στην πόλη δεν επιθυμούμε κάποιο βαθυστόχαστο αργόσυρτο ντοκιμαντέρ ή ένα ψυχολογικό δράμα. Η κωμωδία συνίσταται συνεπώς για χαλάρωση τέτοιες μέρες -αν δε καταφέρνει να κεντρίσει και το ενδιαφέρον με ένα έξυπνο μήνυμα ή γεννώντας προβληματισμούς τότε παρέμβαση τότε ο συνδυασμός δείχνει ιδανικός. Με αυτά κατά νου έπεισα τη σύντροφό μου να παρακολουθήσουμε στο θερινό σινεμά της πόλης την τελευταία ταινία του προκλητικού αλλά έξυπνου Sacha Baron Cohen. Όταν τα φώτα άναψαν κάτω από τον έναστρο ουρανό μετά την παράσταση η γεύση ήταν μάλλον μέτρια. Μία ταινία που απογειώνονταν από πολλές και έξυπνες ιδέες, σκηνές και ερμηνείες καθηλώνονταν από ισάριθμες αστοχίες. Και εξηγούμαι αναλυτικά:
Η ΠΛΟΚΗ ΕΝ ΣΥΝΤΟΜΙΑ: Ο επί χρόνια δικτάτορας μίας φανταστικής μεσανατολικής χώρας (που παραπέμπει έντονα στην Λιβύη του Καντάφι) πηγαίνει στη Νέα Υόρκη για να μιλήσει στην ετήσια συνέλευση του ΟΗΕ. Μία αυλική συνωμοσία όμως θα τον αναγκάσει να μείνει άγνωστος μεταξύ αγνώστων στην αμερικανική μητρόπολη και θα τον φέρει σε επαφή με μία άλλη Αμερική που καμία σχέση δεν έχει με το “μεγάλο Σατανά” που έχει στο μυαλό του.
ΤΑ ΘΕΤΙΚΑ:
-Οι ερμηνείες: από αυτή του πρωταγωνιστή έως του τελευταίου κομπάρσου. Λίγο υπερβολικός ο Cohen, αλλά ο ρόλος του ταίριαξε γάντι, καθώς και ο χαρακτήρας των περισσότερων αληθινών δικτατόρων αραβικών χωρών δεν είναι λιγότερο παρανοϊκός, ενώ το ύφος απόλυτης φυσικότητας με την οποία ζητούσε τα πιο παράλογα πράγματα ή διέταζε την εκτέλεση κάποιου για γελοίες αφορμές ήταν πραγματικά απολαυστικό. Ο Ben Kingsley σαν δολοπλόκος θείος του απέδειξε πως μπορεί να παίξει τον κακό τόσο σε κωμωδία όσο και σε περιπέτεια, χωρίς η κακία του να στερείται χιούμορ αλλά και χωρίς να γίνεται καρτούν. Η Anna Faris εκπροσωπούσε επάξια την ιδέα που έχουμε για το αμερικανικό αριστερό κίνημα: τόσο αισιόδοξο που καταντά αφελές. Ο Jason Mantzoukas ως επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος της χώρας έφερνε στο νου τους Ιρανούς πυρηνικούς φυσικούς μιμούμενος ακόμα και την προφορά τους όταν μιλούν αγγλικά. Τέλος, σε ρόλους έκπληξη εμφανίζονται η Megan Fox και ο Ed. Norton.
-Οι ατάκες: κυριολεκτικά δολοφονικές σε πολλές στιγμές, αλλά γενικότερα “ψαγμένες”. Απαιτούσε μία αρκετά καλή εποπτεία του πολιτικού τοπίου στις ΗΠΑ και τη Μ Ανατολή καθώς και γνώσεις σύγχρονης ιστορίας και διεθνούς πολιτικής για να καταλάβει κανείς το βαθύτερο, φαρμακερό νόημα των λόγων των πρωταγωνιστών αλλά και για να αντιληφθεί τους παραλληλισμούς μεταξύ χαρακτήρων και καταστάσεων της ταινίας με την πραγματικότητα.
-Οι χαρακτήρες: υπερβολικοί, στα όρια της καρικατούρας αλλά αυτό δεν πρέπει να νοηθεί σαν μειονέκτημα. Ο ρόλος της σάτιρας είναι να παρουσιάζει καταστάσεις υπερβολικά και διογκωμένα, για να τραβήξει ακριβώς το ενδιαφέρον στα κακώς κείμενα.
-Ο λόγος που εκφωνεί ο “Δικτάτορας” στο τέλος, παρουσιάζοντας στο αμερικανικό κοινό τα “πλεονεκτήματα” της δικτατορίας έναντι της δημοκρατίας. Εδώ το πιο απίστευτο είναι πως αυτά ακριβώς τα “πλεονεκτήματα” που εξασφαλίζει στο λαό της χώρας του ο “Δικτάτορας” τα ίδια έχει πετύχει η “δημοκρατία” στις ΗΠΑ, γεννώντας σοβαρό προβληματισμό για το επίπεδο της όντως δημοκρατίας στις ΗΠΑ και τη Δύση γενικά.
-Η σάτιρα ακόμα και των “ταμπού” του πολιτικώς ορθού: ο Cohen δεν διστάζει να θίξει πολλούς από τους “ελέφαντες στο δωμάτιο” της σύγχρονης Δύσης, όπως η γκετοποίηση των μαύρων, η προκατάληψη σε βάρος κάθε Άραβα, η φθοροποιός δράση των εταιρειών πετρελαίου, οι υποκινούμενες επαναστάσεις (υπονοείται ξεκάθαρα πως η Αραβική Άνοιξη προκλήθηκε για τα συμφέροντα των πετρελαϊκών κολοσσών Ανατολής και Δύσης), η αφέλεια και αναποτελεσματικότητα κινημάτων όπως το “Occupy Wall Street” και οι δικοί μας “Αγανακτισμένοι”. Παρά το ότι πολλά σχόλια μπορεί να ενοχλήσουν δεν παύουν να προβληματίζουν. Επίσης, η ταινία δεν διστάζει να αναφερθεί ανοιχτά σε πρόσωπα: Ομπάμα, Τσέινι, Κιμ Ιλ Γιούνγκ, Αχμαντινετζάντ κλπ ακόμα και σταρ του Χόλιγουντ αναφέρονται και διακωμωδούνται με το όνομά τους.
-Τα σκετσάκια που προβάλλονται κατά τους τίτλους τέλους: άσχετα με το αν σας άρεσε η ταινία δείτε του τίτλους τέλους, θα σας ανταμείψουν για την υπομονή σας.

ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ:
-Η πλοκή: απλοϊκή, σε σημείο που πείθομαι πως όλη η ενέργεια του σεναριογράφου αναλώθηκε στην επινόηση παλαβών καταστάσεων εν είδει φάρσας και στις ατάκες, αφήνοντας την ιστορία σε δεύτερη μοίρα. Αυτό δεν αποτελεί μειονέκτημα για όποιον παρακολουθεί την ταινία με στόχο να γελάσει με τις ατάκες και τα πολιτικά και άλλα σχόλια. Αλλά από τη στιγμή που η ταινία προβάλλεται σαν mainstream κωμωδία και όχι σαν κάτι εκλεκτικό (όπως π.χ το Borat) το σημείο αυτό ήθελε λίγο περισσότερη προσοχή κατά τη γνώμη μου.
-Το χονδροειδές σεξουαλικό χιούμορ: το κύριο μειονέκτημα της ταινίας, αρκετό για να εξανεμίσει πολλά πλεονεκτήματά της και για να της στερήσει ένα σοβαρό μέρους του κοινού της. Καταρχάς, η ανεπίτρεπτα κατά τη γνώμη μου η ταινία δεν είχε ηλικιακό όριο: υπήρχαν σκηνές εξαιρετικά τολμηρές, σχεδόν αρρωστημένες, με την προβολή σεξουαλικών διαστροφών που σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε να τις δουν παιδιά (και όμως ένα μέρους του κοινού ήταν κάτω των 15). Δεύτερον, το χιούμορ τέτοιου είδους και τέτοιας υποστάθμης δεν είχε καμία θέση στην πλοκή, που μπορούσε πολύ άνετα να εξελιχθεί χωρίς τα χοντροκομμένα και προσβλητικά αυτά στιγμιότυπα. Η μόνη δικαιολογία για την παρουσία αυτών των σκηνών είναι πως υπήρχαν για να προκαλέσουν το γέλιο σε όσους δεν αντιλαμβάνονταν το πολιτικό υπόβαθρό της ταινίας. Αλλά με εξαίρεση την “πιτσιρικαρία” -που και αυτή από ένα σημείο και πέρα κορέσθηκε- κανείς σοβαρός άνθρωπος, ακόμα και να δεν αντιλαμβάνονταν τις πολιτικές παρεμβάσεις, δεν θα δεχόταν να περάσει κοντά δύο ώρες στον κινηματογράφο μόνο για να γελάσει με τέτοια άκομψα αστεία.
ΣΥΝΟΨΗ: Αν δε σας σοκάρει η απόλυτη έλλειψη ηθικών αναστολών σε κάποιες στιγμές της και έχετε μία καλή επαφή με την πολιτική και ιστορική πραγματικότητα τότε η ταινία συνίσταται ανεπιφύλακτα. Αλλά και αν δεν “πιάσετε” όλες τις αναφορές και τα υπονοούμενα σε κάθε περίπτωση το αμείλικτο ερώτημα προβάλλει στο τέλος της ταινίας: Είναι δημοκρατία αυτό που έχει η Δύση; Και είναι εφικτή τελικά ακόμα και η πιο ελάχιστη Δημοκρατία στην Ανατολή;


Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Η ΕΘΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ- Το έθνος ποτέ δεν πεθαίνει


Είναι κοινός τόπος πως η οικονομική κρίση μας επαναφέρει πίσω, παλινορθώνοντας καταστάσεις, ιδεολογίες και απόψεις που τις νομίζαμε πως η χώρα είχε αφήσει πίσω της, για καλό ή για κακό. Μέσα σε αυτές ανήκει αναμφίβολα και η περί του έθνους φιλοσοφία και αναφορά: είτε αυτή προέρχεται από κόμματα της λαϊκής και της Άκρας Δεξιάς, της παραδοσιακής και επαναστατικής Αριστεράς αλλά και του βυθιζόμενου Κέντρου είτε από την ιστορικά εθναρχούσα και στο παρόν εθνολογούσα εκκλησία είτε από ποδοσφαιρικά συνθήματα έξαρσης κατά την διάρκεια αγώνων με σύμμαχες κατά τα άλλα χώρες (ο νοών νοείτω..). Πώς όμως εξελίχτηκε ιστορικά η έννοια του έθνους; Ποιοι ιστορικοί παράγοντες τη διαμόρφωσαν; Είχε διαχρονικά περισσότερο αρνητική η θετική επίδραση στην ανθρώπινη ιστορία;
Ιστορικά η έννοια του έθνους γεννήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Η αντιπαράθεση με την πιο σημαντική αρχαία μεσανατολική αυτοκρατορία, την Περσία των Αχαιμενιδών, και την ιδέα της μοναρχίας που τείνει να γίνει κοσμοκρατορία ώθησε τους Έλληνες των ελεύθερων πόλεων κρατών να αντιπαραθέσουν την ιδεολογία της εθνικής ομάδας που συσπειρώνει και διαφοροποιεί τους Έλληνες από τους υπηκόους του Μεγάλου Βασιλιά. Η ιδεολογία του ελληνικού έθνους σε αυτή την πρώιμη φάση εδράζεται στο εμφανές χαρακτηριστικό της γλώσσας: όποιος μιλά ελληνικά είναι Έλληνας, οι άλλοι θεωρούνται εξορισμού βάρβαροι και υστερούν σε αντιπαράθεση με την ελληνική φυλή των κλασσικών χρόνων. Η αποτυχία των Ελλήνων σε πρώτη φάση να επιβληθούν ολοκληρωτικά στην αντίπαλη βαρβαρική αυτοκρατορία και η γνωριμία με άλλους λαούς θα οδηγήσει σε σταδιακή διεύρυνση της έννοια του έθνους: πλέον κάθε ένας που μετέχει της ελληνικής παιδείας (κατά τον Ισοκράτη) είναι Έλληνας. Η ελαστική αυτή αντίληψη του έθνους -που παρασάγγας απέχει από τον δύσκαμπτο ρατσιστικό σχεδόν εθνικισμό του 19ου και 20ου αιώνα -επέτρεψε στον ελληνισμό να διατηρήσει την πολιτιστική -αλλά όχι και την πολιτική- ενότητα του τεράστιου γεωγραφικά χώρου της αλεξανδρινής αυτοκρατορίας.
Συμπέρασμα πρώτο: η ιδέα του έθνους από τη γέννησή της προέβλεπε την ύπαρξη του άλλου, του τρίτου που δρα αντίθετα και πρέπει να αποκρουστεί, υλικά και ηθικά ή να αφομοιωθεί για να μην αποτελεί κίνδυνο. Παράλληλα όμως διαφυλάττει το άτομο από την υποταγή στις αυθαίρετες βουλήσεις του βασιλιά-δεσπότη.
Είναι φανερό πως με την παρακμή και την εξαφάνιση των ελληνιστικών κρατών η διάδοχη κατάσταση -δηλ, η ρωμαϊκή και μετέπειτα η βυζαντινή αυτοκρατορία -δεν μπορούσε να στηριχτεί παρά μόνο περιφερειακά στην αντίληψη του έθνους: η Ρώμη περιλάμβανε πληθυσμούς από όλα τα έθνη της Μεσογείου και κάθε υπόμνηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων τους συνιστούσε απειλή για την ενότητα και την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι έτσι θα θεμελιώσουν την ενότητα του κράτους τους στην υποταγή του εκάστοτε “θεϊκού αυτοκράτορα” ενώ κάθε εθνική επανάσταση συντρίβονταν με μεθόδους σημερινής εθνοκάθαρσης-χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιουδαϊκή εξέγερση και η καταστολή της από τον Τίτο το 70 μ.Χ. Στην περίπτωση του Βυζαντίου τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα: η αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης βρέθηκε αντιμέτωπη με άλλες ισχυρές και αντίθετες οικουμενικές δυνάμεις: την Περσία αρχικά, το Χαλιφάτο και το φραγκικό κράτος μετέπειτα. Βασικό διαχωριστικό στοιχείο υπεροχής του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους παραμένει συνεπώς η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ενώ ο όρος έθνος και εθνικός τείνει να αναφέρεται στην προ-Χριστού ανθρωπότητα δηλ. στην ειδωλολατρεία και όχι απλά εξαλείφεται αλλά αποκτά αρνητική χροιά. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να υποκαταστήσουν τους Βυζαντινούς ανταγωνιστές τους στη μάχη για το ποιος εκπροσωπεί πληρέστερα την πολιτιστική κι πολιτική κληρονομιά της Ρώμης οι Ευρωπαίοι ηγέτες του Μεσαίωνα θα παραμερίσουν με τη σειρά τους το έθνος και θα αντλήσουν την πολιτική και ηθική τους νομιμοποίηση από την θεϊκή ευαρέσκεια και την στέψη τους από τον Πάπα της Ρώμης, που αναδεικνύεται έτσι σε ηγεμονική δύναμη της ηπείρου ως και την εποχή της Αναγέννησης. Έκτοτε, και μετά την σαρωτική επίδραση της Μεταρρύθμισης, οι Ευρωπαίοι βασιλείς θα νομιμοποιούν την εξουσία τους στην δυναστική νομιμότητα -που πάλι όμως εδράζεται στην θεία παραχώρηση των εδαφών ποικίλων λαών σε ένα βασιλιά.
Συμπέρασμα δεύτερο: η εθνική ιδεολογία όταν έπαυε να είναι χρήσιμη για τους κρατούντες ωθούνταν στο περιθώριο και άλλες ιδέες αναλάμβαναν την ενοποίηση των εδαφών και των λαών των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Η ανατροπή και η επαναφορά του έθνους οφείλεται και αυτή όπως πολλές άλλες εξελίξεις στη γαλλική επανάσταση. Με την ανατροπή του ελέω Θεού μονάρχη οι Γάλλοι επαναστάτες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν εκτός από τα πεδία των μαχών και στο πεδίο της ιδεολογίας τους αριστοκράτες και μοναρχικούς αντιπάλους τους όπως αυτοί συσπειρώνονταν κατά κύριο λόγο γύρω από την πολυεθνική αψβουργική αυτοκρατορία. Ο εθνικισμός έγινε λοιπόν μετά τις ιδέες της Δημοκρατίας και της Επανάστασης κύριο σύνθημα και προπαγανδιζόμενη από τα γαλλικά στρατεύματα ιδέα. Με την κατάργηση της γαλλικής δημοκρατίας η ιδέα του έθνους θα μείνει μόνο αλλά ισχυρό λάβαρο στα χέρια του Ναπολέοντα καθ’ όλη τη διάρκεια των πολέμων που θα διεξάγει ο φιλόδοξος Κορσικανός. Πράγματι μπορούμε να πούμε πως οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, τουλάχιστον κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Βοναπάρτη αποτελούσαν και τους πρώτους “εθνικούς πολέμους” με τους αντιμαχόμενους να αξιοποιούν όλοι την εθνική ιδέα για να κινητοποιήσουν τους λαούς τους ( η Γαλλία το έπραξε από το 1806, η Αυστρία το 1809, η Ρωσία το 1812, η Πρωσία το 1813-14). Η εθνική ιδέα όμως εξετράπη γρήγορα σε εθνικιστική προπαγάνδα καθώς ο πόλεμος δεν διεξαγόταν στη λογική της υπεράσπισης του πατρώου εδάφους (η ρωσική αντίσταση το 1812 αποτελεί μία από τις λίγες εξαιρέσεις) αλλά επρόκειτο για σύγκρουση ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που αγωνίζονταν για την κυριαρχία του κόσμου. Το αποτέλεσμα της κινητοποίησης τόσων ανδρών μέσα από την ιδιαίτερα αποτελεσματική εθνικιστική ρητορεία -που απαιτούσε την εξάλειψη του αντίπαλου έθνους- ήταν 6.000.000 νεκροί, ο μεγαλύτερος ως τότε αριθμός πολεμικών απωλειών σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Συμπέρασμα τρίτο: οι ηγετικές τάξεις διαπίστωσαν πως η εθνική ιδέα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να κινητοποιήσει ένα λαό στον πόλεμο πολύ περισσότερο από την πίστη ή από την νομιμότητα.
Αλλά η εθνικιστική προπαγάνδα και η ιδέα της επέκτασης των κρατικών συνόρων ώστε αυτά να ανταποκρίνονται στα εθνικά είχε την πιο καταστρεπτική εφαρμογή της στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ίδια η αφορμή του αποτελούσε απότοκο της προσπάθειας ενός έθνους (του σερβικού) να αποτρέψει την αφομοίωση των “αλύτρωτων αδελφών του” από μία μεγάλη δύναμη (Αυστροουγγαρία). Είναι ενδιαφέρον να τονίσουμε εδώ πως οι δολοφονικές σφαίρες του Σέρβου φοιτητή δεν στράφηκαν κατά κάποιου από τους τότε “ιέρακες” του αψβουργικού κατεστημένου, όπως ο Κ. Φοβ Χέτζεντόρφ που για χρόνια πρότεινε την άμεση κήρυξη πολέμου στη Σερβία και την καταστροφή του σλαβικού πληθυσμού εντός της αυτοκρατορίας, αλλά κατά του διαδόχου του θρόνου Φραγκίσκου-Φερδινάρδου που είχε θέσει σαν πρόγραμμά του την αναδιάρθρωση της μοναρχίας με την παραχώρηση ομοσπονδιακής αυτονομίας και στους Σλάβους πολίτες, όμοιας με αυτή που απολάμβαναν Αυστριακοί και Ούγγροι.
Συμπέρασμα τέταρτο: η εθνική ιδέα έφτασε στις αρχές του 20ου αιώνα να τυφλώσει την κρίση και των ίδιων των υποστηρικτών της αλλά και στράφηκε εν τέλει εις βάρος των συμφερόντων των πληθυσμών που ήθελε να βοηθήσει.
Το σοκ των 14 .000.000 νεκρών σε μία Ευρώπη ειρηνική σχεδόν απόλυτα από το 1815 δεν μπορούσε να αγνοηθεί και δαιμονοποίησε την έννοια του έθνους στα μάτια πολλών Ευραπαίων. Χρειάστηκαν η επίκληση των ιδεωδών της δυτικής δημοκρατίας, του νοσηρού οράματος του εθνικοσοσιαλισμού και της κομμουνιστικής ουτοπίας για να πολεμήσουν τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο το σύνολο των λαών της ανεπτυγμένη κοινωνικά και μορφωτικά δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Παρά τις εθνικές διαφορές του Μεσοπολέμου οι λαοί είχαν αντιληφθεί πως οι εθνικές διεκδικήσεις οδηγούσαν αναπόφευκτα σε μαζικές σφαγές, και ήταν αρκούντως απρόθυμοι να θυσιάσουν ένα καλό βιοτικό επίπεδο για να λύσουν εθνικές διαμάχες. Η πλειοψηφία των λαών της Ευρώπης άλλωστε πολέμησε είτε με την παρότρυνση μίας γενικής ιδέας (δημοκρατία, κομμουνισμός, φασισμός) είτε υπό τη πίεση μίας ξένης επίθεσης (όπως η περίπτωση της Φιλανδίας και της Ελλάδος), με κριτήρια δηλ είτε ιδεολογικά είτε επιβίωσης. Τα ίδια κριτήρια θα παίξουν κύριο ρόλο και στην ψυχροπολεμική σύγκρουση, με τον εθνικισμό να στοιχειώνει και τα δύο στρατόπεδα αλλά να εξορκίζεται επίσημα σε Ανατολή και Δύση.
Συμπέρασμα πέμπτο: η εθνική ιδέα ταυτίστηκε με ένα καταστρεπτικό πόλεμο και την ακόμα καταστρεπτικότερη συνέχισή του 20 χρόνια αργότερα. Αποτέλεσμα της φθοράς του ήταν η αντικατάστασή του από άλλες ιδεολογίες ενοποιητικές συνασπισμών και ανθρώπων.
Στην καθ’ ημάς Βαλκανική ο εθνικισμός έδειξε το πλέον απαίσιο πρόσωπό του ευθύς μόλις οι προς αντικατάσταση αυτού δημιουργηθείσες ιδεολογίες κατέρρευσαν. Με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού τα κομμουνιστικά κράτη (Αλβανία, Ρουμανία, Βουλγαρία) βρέθηκαν χωρίς πειστικό αφήγημα που να συνενώνει τους λαούς τους, η Ελλάδα και η Τουρκία (σε αντιπαλότητα μεταξύ τους από το 1955) ένιωσαν να αίρεται η μόνη απειλή που τις συγκρατούσε από την ανοιχτή αντιπαράθεση και τέλος η Γιουγκοσλαβία που αυτοπροσδιορίζονταν σαν όαση ανεξαρτησίας σε ένα ταραγμένο κόσμο έπαψε να έχει στα μάτια των ίδιων των κατοίκων της λόγο ύπαρξης-με συνέπεια την αυτοδιάλυσή της σε ένα τραγικό πόλεμο, που έφερε στην Ευρώπη μνήμες άλλων εποχών. Όλες οι χώρες της περιοχές παρέμεναν μέχρι και το 1990 φτωχές (με αξιοσημείωτη αλλά όχι διαρκή εξαίρεση την Ελλάδα) και με μικρές προοπτικές ανάπτυξης, ενώ τα πολιτεύματα της περιοχής είχαν μικρή σχέση με τη δυτική δημοκρατία.
Συμπέρασμα τελευταίο: η ιδέα της εθνικής διάκρισης, του έθνους σαν συλλογικό αφήγημα που μας ενώνει απέναντι στον άλλο είναι επίμονη, αναδύεται ευθύς αμέσως προκύψει ιδεολογικό κενό ή ανάγκη, επωφελούμενη και από την διάχυτη οικονομική δυσπραγία και την καχεξία των θεσμών αντιπροσώπευσης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΕΛΙΚΟ: η ιδέα του έθνους δεν ξεκίνησε σαν κάτι αρνητικό, παρά το ότι, στην αρχική του εκδοχή στην αρχαιότητα και στην επανεμφάνισή του τον 18ο αιώνα, προϋποθέτει την διαίρεση των ανθρώπων σε ομάδες που η μία μάχεται την άλλη. Το έθνος αναμφισβήτητα συντέλεσε στην ανθρώπινη πρόοδο, κυρίως μέσα από την αντιπαράθεσή του με κρατούσες μορφές καταπίεσης του ανθρώπου, κυρίως δηλ. την απολυταρχία, αρχαία και σύγχρονη. Η αρνητική του φόρτιση ξεκίνησε με την κατάχρησή του από τις κυβερνώσες αριστοκρατικές ή αστικές ελίτ, που βρήκαν στην εθνική ιδεολογία το νέο όχημα προώθησης των διαιρέσεων που τις συνέφεραν. Και αυτή η χρήση της και σήμερα ως μέσο για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπιμοτήτων είναι που εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους.
“Δηλαδή να μην αγαπώ την πατρίδα μου;” Θα ρωτήσει κάποιος. Σαφώς και η αγάπη προς την πατρίδα δεν πρέπει να ιδωθεί αρνητικά. Το θέμα είναι πως μπορώ να ωφελήσω την πατρίδα μου καλύτερα: μέσα από τη σύγκρουση ή τη συνεργασία με τους γύρω; Μέσα από την οικονομική ή την στρατιωτική ανάπτυξη; Η απάντηση νομίζω σήμερα έρχεται αυτονόητα: όπως τον 19ο αιώνα το έθνος χρειαζόταν στρατιώτες σήμερα χρειάζεται επιστήμονες, και ανθρώπους παραγωγικούς και συνεπείς, χρειάζεται οικονομική και τεχνολογική πρόοδο και όχι κανόνια. Μόνη διαφορά πως σήμερα το έθνος -και το ελληνικό κυρίως -δεν θα ωφεληθεί από μία αντιπαράθεση με τους γύρω του. Αντίθετα, αυτό που η πατρίδα μας και κάθε πατρίδα στον κόσμο έχει απεγνωσμένα ανάγκη είναι ειρήνη και πρόοδο, οικονομική και τεχνολογική αλλά και ηθική. Και η γενιά μας είναι τυχερή γιατί πρώτη φορά οι ανάγκες κάθε πατρίδας συμπίπτουν με τις ανάγκες όλων των άλλων αλλά και αυτές του ατόμου.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ή πως φτάσαμε ως εδώ



ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 1: ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΜΕΝΟΙ:
Καλοκαίρι του 2011. Σαν φαντάρος στην Κομοτηνή σε κάθε έξοδο ακούω και διαβάζω για τους “Αγανακτισμένους” το κίνημα που απειλεί να ανατρέψει το σάπιο πολιτικό κατεστημένο. Αρχικά δε με προβληματίζει, ίσα ίσα με χαροποιεί η τάση του κόσμου για αυτο-οργάνωση, για άμεση συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, για αλληλεγγύη... Αλλά η εκτροπή δεν αργεί: το πλήθος γύρω από τη Βουλή απειλεί να μπει μέσα, βιαιοπραγεί και δέχεται βία από τα ΜΑΤ που περικυκλώνουν το Κοινοβούλιο, προπηλακίζει όσους βουλευτές βλέπει, σταματά διερχόμενους οδηγούς και τους υποχρεώνει να μουντζώνουν τη Βουλή κλπ, καθόλου δημοκρατικά και φιλάνθρωπα όλα αυτά, αν τουλάχιστον εξακολουθεί η δημοκρατία στη σκέψη μας να συνυφαίνεται αξεδιάλυτα με την προσωπική ελευθερία και το σεβασμό στην ετερότητα και την ποικιλομορφία.
Φάνηκε τότε πως στο κίνημα της πλατείας μαζί με τα δημοκρατικά λουλούδια φύτρωσαν και ανδρώθηκαν πολύ πιο γρήγορα τα άνθη της βίας. Αλλά η καρποφορία αυτή μόλις είχε αρχίσει να χύνει το δηλητήριό της στην ήδη πληγωμένη χώρα μας.

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 2: ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Λίγες μέρες πιο πριν ή λίγο αργότερα ένας σχετικά μετριοπαθής πολιτικός και ένας από τους λίγους έντιμους παλαιοκομματικούς, που ποτέ δεν προκάλεσε όπως άλλοι το κοινό αίσθημα, ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής Απ. Κακλαμάνης, βρέθηκε θύμα προπηλακισμών και ύβρεων. Χαρακτηριστική η εικόνα του να καταδιώκεται από το πλήθος που του “σέρνει” τα μύρια όσα. Παρά το πρωτοφανές αυτό γεγονός ο πολιτικός κόσμος για μία φορά ακόμα αντιδρά υποτονικά, με εκφράσεις αποδοκιμασίας και “κατανόησης” της οργής του κόσμου από τα αστικά κόμματα, και υπενθύμιση του πως “τρομοκρατία είναι και η καπιταλιστική πολιτική” από πλευράς της Αριστεράς. Κάτι δηλ. σαν “το παρατράβηξαν τα παιδιά λίγο αλλά δεν παύουν να έχουν δίκαιο”.

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 3: ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ:
Ο Κακλαμάνης όμως υπήρξε τυχερός, πέρα από την πληγωμένη περηφάνια δεν είχε να ανησυχεί και ένα ματωμένο κεφάλι. Ούτε ο Κ. Χατζηδάκης πίστευε πως θα έπρεπε να φροντίσει για κάτι τέτοιο, μέχρι που μία ομάδα “αγανακτισμένων πολιτών” τον περικύκλωσε και άρχισε να του παραθέτει ο καθένας τα βάσανά του και τις αιτίες του θυμού με τους πολιτικούς. Αλλά αυτά δε φτάνουν, όταν το πλήθος αρχίζει να χρησιμοποιεί λεκτική βία η σωματική είναι κοντά, τόσο κοντά όσο εξαντλείται η ψυχραιμία του πρώτου θερμοκέφαλου της παρέας. Μετά το πρώτο χτύπημα, όταν γίνει το πρώτο βήμα προς την άβυσσο τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει την ορμή του πλήθους, την ασυγκράτητη δίψα για αίμα και βία. Αυτή η δίψα εκτονώθηκε πάνω στον Χατζηδάκη. Η πορεία από τα λόγια στα έργα και η έκταση αυτών των έργων θα έπρεπε να πτοήσουν και να παραδειγματίσουν τόσο την Αριστερά όσο και τα άλλα κόμματα πως η αντίδραση του κόσμου αλλάζει όχι πλέον ποσοτικά αλλά ποιοτικά, πως η οργή από λόγια εύκολα πλέον γίνεται γροθιά. Κανείς δεν το είδε. Η αποδοκιμασία προς τη βία με εκείνο το υπέροχο συμψηφιστικό “από όπου και να προέρχεται” κάλυψε στα μάτια της κοινωνίας μας την αδιαφορία και την έλλειψη συλλήψεων.

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 4: ΚΚΕ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
Ως τώρα η βία -σωματική εννοώ γιατί η λεκτική εξαπλώνεται ελεύθερα -είχε παραμείνει χάρη στις προσπάθειες των ΜΑΤ εκτός κοινοβουλίου. Ήρθε όμως μέσα όχι από το παράθυρο αλλά από την πόρτα, μαζί με τους βουλευτές όχι του ΛΑ.Ο.Σ. (του τότε πιο ακροδεξιού) αλλά από του βουλευτές του κόμματος που πιο πολύ εν Ελλάδι υπέφερε από τη βία: του ΚΚΕ....
Ακόμα θα μου μείνει στο μυαλό η εικόνα του στελέχους του ΚΚΕ να φωνάζει “Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους” την ίδια στιγμή που καιγόταν η Αθήνα, που ιστορικά κτήρια καταστρεφόταν οριστικά δίπλα σε καταστήματα χιλιοχτυπημένα από την ίδια συμφορά που στη χώρα μας ακούει στο όνομα “διαδήλωση” καταστρέφοντας και παραποιώντας το νόημά τους. Στην ίδια ιστορική αυτή συνεδρίαση ένα έτερο μέλος του ίδιου κόμματος πέταξε (!) το βιβλίο στο οποίο είχε συρραφεί το Μνημόνιο προς τα κυβερνητικά έδρανα. Και όμως: συμπεριφορά που στα δικαστήρια ή σε κάθε άλλη δημόσια συνεδρίαση θα προκαλούσε την τιμωρία του υπευθύνου στην περίπτωση του ΚΚΕ δεν προκάλεσε καμία αντίδραση, και για όποιον τολμούσε να αντιδράσει τα επίθετα “φασίστας” και “ακροδεξιός” βρισκόταν ήδη στη φαρέτρα των συνειδητών υπερασπιστών των λεκτικών ακροτήτων-παρά την απτή απόδειξη του πόσο κοντά είναι η έκρηξη. Οι τελευταίοι δεν είχαν ακόμα συνειδητοποιήσει που οδηγούσε η ανοχή τέτοιας ατμόσφαιρας, σε τι ολισθηρό κατήφορο βίας θα κατέληγε η χώρα.

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 5 ΠΛΕΟΝ ΤΡΑΓΙΚΟ: MARFIN
Τα γεγονότα στη Βουλή επισκιάστηκαν ξανά από τα γεγονότα στο δρόμο, στο πεζοδρόμιο που τόσοι νέοι έχουν αγωνιστεί ρομαντικά και απέλπιδα και τόσοι παράγοντες τους έχουν εκμεταλλευτεί με πολύ πρακτικά οφέλη και χωρίς καμία ντροπή. Την ημέρα εκείνη -ντρέπομαι που ούτε εγώ θυμάμαι ημερομηνία -η Αθήνα ήταν ξανά γεμάτη διαδηλώσεις. Αλλά κάποιοι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν (και τα δύο δικαιώματά τους-σωστά;) να συμμετάσχουν. Μεταξύ αυτών και τρεις απλοί υπάλληλοι της Marfin Bank. Δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν, αδιάφορο. Φαίνεται όμως πως σε κάποιους δεν άρεσε που δε συμμετείχαν σε δημοκρατικές διαδηλώσεις. Και έτσι, εν γνώσει ότι η Τράπεζα είχε μέσα κόσμο που δούλευε. έριξαν σε αυτή μολότοφ. Και λαμπάδιασαν τα πάντα. Και τρεις άνθρωποι και ένα αγέννητο παιδί βρήκαν τέλος στις φλόγες. Δεν είναι ειρωνικό, στο όνομα μίας από τις ευγενέστερες ιδέες της ανθρωπότητας, της δημοκρατίας, να δολοφονούνται (ας μην παίζουμε με τις λέξεις, ναι ήταν δολοφονία) άνθρωποι; Να παραβιάζεται η ελευθερία τους να μη συμμετάσχουν κάπου;

Όσο και αν είναι αναπόφευκτο να μιλήσει κανείς για περιστατικά που αναστάτωσαν τη χώρα και κόστισαν ανθρώπινες ζωές χωρίς να φορτιστεί συναισθηματικά η ανάλυση τέτοιων φαινομένων βίας πρέπει να γίνεται με προσοχή και λογική, χωρίς φορτίσεις και συμπάθειες ή αντιπάθειες προς πολιτικούς χώρους. Η λογική αυτή υπαγορεύει πιστεύω το πρώτο συμπέρασμα, και βασικό για την συναγωγή και των υπολοίπων: η βία σε τέτοια πρωτοφανή κλίμακα και συχνότητα από το 1974 δεν μπορεί παρά να επιδρά πλέον στο συλλογικό μας υποσυνείδητο σαν κοινωνία, κατά δύο τρόπους μάλιστα, πρώτα με θετική αποτύπωση στις ψυχές και έπειτα ως αντίδραση.
Πρώτα ως δράση και αυτοτελής αποτύπωση στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ο κόσμος, ο λαός πίστεψε πως η βία έχει αποτέλεσμα, πως ασκεί πίεση -τη μόνη που του απέμεινε -στους πολιτικούς.
Αλλά η βία θεωρήθηκε και σαν λύση σε πολλά ατομικά προβλήματα, όχι μόνο συλλογικά. Τα οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζονται με τη βία, είτε την οργανωμένη σε ληστεία είτε τη μαζική με τον επί ώρες και μέρες αποκλεισμό δρόμων, πλατειών κτλ για την ικανοποίηση του ταξικού οικονομικού συμφέροντος. Σε κάθε περίπτωση όμως η βία εξακολουθούσε να έχει στόχους στενούς και περιορισμένους, στα πλαίσια είτε του ατομικού είτε το πολύ του ταξικού συμφέροντος, στόχους που από τη φύση τους αντιβαίνουν στο συλλογικό κοινωνικό συμφέρον.
Αλλά η αντίδραση στη λεκτική βία ήταν που τελικά θα ξεχείλιζε το ποτήρι. Η λεκτική βία ήταν από το 1974 -ίσως και πιο πριν-κυρίαρχο πεδίο και όπλο της Αριστεράς. Οι μορφωμένοι που κατά κανόνα στελέχωναν τις τάξεις της με το άλλοθι που συστηματικά και με δεξιά ανοχή οικοδόμησαν πάνω στις τύψεις για την ήττα στον Εμφύλιο κυριαρχούσαν στο διάλογο τρομοκρατώντας σε κάθε συζήτηση τους απέναντι. Η ηγεσία της Δεξιάς ειδικά με την έκλειψη των ιστορικών ηγετών της απλά οπισθοχωρούσε έντρομη, φοβούμενη την κατηγορία του φασίστα και του δεξιού, αγνοώντας την λαϊκή της βάσης. Ώσπου ένα κομμάτι της τελευταίας -το πιο αγανακτισμένο με αυτή την κατάσταση-εγκατέλειψε τις μετριοπαθείς εκδοχές προς όφελος των άκρων που φάνηκαν ικανά να αντισταθούν σε αυτή τη λαίλαπα. Όταν οι λεκτικές ακροβασίες του ΛΑ.Ο.Σ. αποδείχτηκαν ανίσχυρες με τη σειρά τους, η Αριστερά πίστεψε πως είχε οριστικά κερδίσει.
Το πρόβλημα είναι πως όταν στριμώχνεις ένα αντίπαλο αυτός τότε γίνεται πράγματι επικίνδυνος. Η αποκηρυγμένη δεξιά άκρη απογοητευμένη ξανά συνασπίστηκε με όσους θέλανε να στείλουν ένα μήνυμα βίας στους πολιτικούς των κομμάτων εξουσίας και με τους κατοίκους του παρατημένου στη μοίρα του αθηναϊκού κέντρου. Μίλησε κανείς για παρθενογένεση ή για ανεξήγητο φαινόμενο; Η Χρυσή Αυγή έτσι δημιουργήθηκε: από τους τρεις αυτούς εκρηκτικούς παράγοντες.
Η συνέχεια ήρθε επί της οθόνης-τόσο με το γνωστό “εγέρθητω” όσο και με τα τηλεοπτικά χαστούκια. Η Αριστερά και τα αστικά κόμματα επέλεξαν σαν μέσο αντιπαράθεσης τη λεκτική βία, στην πιο ακραία της μορφή που φλέρταρε επικίνδυνα με τη σωματική βία. Κάποιος θα κατέληγε να περάσει τη γραμμή πιεζόμενος από την κατάσταση. Η Χρυσή Αυγή λόγω εμπειρίας τη διάβηκε πρώτη... και ουαί τοις ηττημένοις...