Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΝΙΑ: (ή πως αμφισβητείται ένας νόμος χωρίς να καταλύεται η νομιμότητα;)



Ο δημόσιος διάλογος στην χώρα μας έχει δυστυχώς την τάση να κακοποιεί λέξεις-θεμέλια της ίδιας της δημοκρατίας, χωρίς να συνειδητοποιούν οι ομιλούντες το κακό που προκαλούν έτσι στην δημοκρατία αλλά και στην κοινωνική συνοχή της πατρίδας μας. Μία τέτοια επανειλημμένα κακοποιημένη λέξη είναι η νομιμότητα: την υπερασπίζονται και τα δύο μέρη της διαμάχης που ξεσπά με αφορμή κάθε νομοσχέδιο προς ψήφιση, την παραβιάζει η κυβέρνηση κατά την οπτική της αντιπολίτευσης και το αντίστροφο, την επικαλούνται ακόμα και για να μην τηρήσουν εν ονόματί της ένα νόμο ψηφισμένο από το σύνολο σχεδόν της Βουλής. Ανταποκρίνονται αυτές οι χρήσεις στο πραγματικό της νόημα;
Γραμματικά με τον όρο “νομιμότητα” νοούνται: α) η ιδιότητα του νόμιμου β) η τήρηση των νόμων, ως αντίθετά δε αυτής ορίζονται η ανομία και η παρανομία1. Από τον ορισμό εύκολα γίνονται δεκτά τα ακόλουθα: πρώτον, η νομιμότητα ως έννοια δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην τήρηση ενός νόμου αλλά στην συνολική στάση της κοινωνίας απέναντι στο σύνολο των νόμων, στάση που δεν μπορεί παρά να συνίσταται στην τήρησή τους εφόσον η ίδια η κοινωνία δια των αντιπροσώπων της είναι αυτή που θεσπίζει τους νόμους αλλά κυρίως εφόσον η κοινωνία επιθυμεί να υπάρξει ως οργανωμένο σύνολο και δεν θέλει να διαλυθεί σε αυτόνομες μονάδες αυταρχικής εξουσίας. Δεύτερον, το αντίθετο της είναι η ανομία, δηλ. η έλλειψη έννομης τάξης2 ήτοι η όχι η απλή παρανομία αλλά η πλήρης διάλυση της έννομης τάξης, γεγονός που εξ’ αντιδιαστολής τονίζει την αξία της νομιμότητας σε ένα οργανωμένο κράτος για την προστασία και προκοπή των πολιτών του.
Το κύριο πρόβλημα που θέτει η νομιμότητα σχετίζεται άμεσα με την πηγή της. Αυτό γιατί οι νόμοι προέρχονται στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες από τα εθνικά κοινοβούλια και ειδικότερα από τις πρόσκαιρες πλειοψηφίες εντός αυτών. Ακόμα και αν δεχτούμε πως η πλειοψηφία εντός κοινοβουλίου ανταποκρίνεται στην πλειοψηφία του λαού τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ψήφισης του νόμου μένει πάντα το πολύ σοβαρό θέμα της εκπροσώπησης των υπολοίπων, της μειοψηφίας που μπορεί άλλωστε να θίγεται από τον ψηφισθέντα νόμο. Τι μέσα έχει αυτή να αντιταχθεί στο νόμο όταν έχει ήδη εκδοθεί και η εφαρμογή του είναι πλέον υποχρεωτική;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αποτελεί άλλωστε την πεμπτουσία της επιτυχημένης δημοκρατίας η έκφραση της πλειοψηφίας χωρίς την παράβαση των δικαιωμάτων των μειοψηφιών. Το θέμα δεν είναι ξεκάθαρο ούτε θεωρητικά πολλώ δε μάλλον πρακτικά, και η σύγχυση επιτείνεται αφενός από την ποικιλία των μειοψηφιών σε μία κοινωνία εξ ορισμού πολυ-πολιτισμική όπως -μας αρέσει ή όχι -υπήρξε πάντα η ελληνική, αφετέρου από το γεγονός πως σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης οι ρόλοι πλειοψηφία-μειοψηφία αλλάζουν με πρωτοφανή ταχύτητα. Με αυτά κατά νου θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία απάντηση στο ερώτημα.
Σε επίπεδο ουσίας πρέπει από την αρχή να ξεκαθαριστεί πως το ίδιο το Σύνταγμα αποτελεί το μόνο θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί παραδεκτά για μία σύγχρονη δημοκρατία να εδράζεται η αντίθεση στην εφαρμογή ενός νόμου. Κάθε άλλη θεμελίωση δεν μπορεί να τελεσφορήσει, καθώς το Σύνταγμα και μόνο είναι αυτό που θέτει όρια στη βούληση της πλειοψηφίας όπως αυτή νόμιμα εκφράζεται σε μία δημοκρατία. Η επίκληση γενικών αρχών δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, αφενός γιατί οι πανανθρώπινες και γενικές αρχές του σύγχρονου κράτους δικαίου ενυπάρχουν ήδη στο Σύνταγμα, είτε ρητά είτε ερμηνευτικά εξαγόμενες, αφετέρου όσες τυχόν δεν έχουν συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα ή στις τροποποιήσεις του δεν αποτελούν κοινή βάση συζήτησης και δεν είναι γενικότερα αποδεκτές από την οργανωμένη κοινωνική συμβίωση που διέπεται από την εκάστοτε συνταγματική τάξη. Ο ρόλος του Συντάγματος άλλωστε είναι διττός: πρώτα να καθορίζει τον τρόπο άσκησης της εξουσίας από την εκάστοτε πλειοψηφία και δεύτερον και κυριότερο να εξασφαλίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, δικαιώματα που ακόμα και η πλειοψηφία ΔΕΝ μπορεί να του στερήσει. Σε αυτή τη βάση η μειοψηφία ή ακόμα και ένα μεμονωμένο άτομο έχει την δυνατότητα να αμφισβητήσει ένα νόμο της πλειοψηφίας που το θίγει σε αυτό τον σκληρό πυρήνα των δικαιωμάτων του. Η επίκληση επιχειρημάτων τύπου “ ο λαός να κάνει κουμάντο στο σπίτι του” -παρά το γεγονός πως κατά κόρον χρησιμοποιούνται από αρθρογράφους αριστερής αλλά και δεξιάς τοποθέτησης- δεν είναι σωστή επειδή αγνοεί την βασική παράμετρο του αυτοπεριορισμού της πλειοψηφίας μέσα από την θέσπιση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της μειοψηφίας και του ατόμου. Σε μία όντως δημοκρατία ΚΑΝΕΙΣ, ούτε ακόμα και όλος ο λαός, δεν δρα εκτός πλαισίων.
Σε επίπεδο διαδικασίας η αντίδραση της μειοψηφίας είναι πιο δύσκολο να σχηματοποιηθεί, έτσι ώστε ναι μεν να εκφράζεται η αντίθεση στον συγκεκριμένο νόμο, αλλά ταυτόχρονα να μην κλονίζεται το σύνολο της έννομης τάξης με τραγικές -πρώτα για την μειοψηφία-ζ συνέπειες. Τρεις δρόμοι ανοίγονται για την επίτευξη της αντίστασης και εν τέλει της κατάργησης ενός τέτοιου νόμου. Ο πρώτος και πλέον προφανής, αν και λόγω ελληνικών ιδιαιτεροτήτων αναποτελεσματικός τρόπος είναι αυτός της προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια. Αμέσως μόλις ο νόμος μετουσιωθεί σε διοικητικές πράξεις αυτές μπορούν να προσβληθούν στα δικαστήρια και παρεμπιπτόντως να προβληθεί και η συνταγματικότητα του νόμου όπου εδράζονται. Εννοείται πως αν δεν χορηγηθεί από το αρμόδιο δικαστήριο σχετική απόφαση αναστολής εκτέλεσης της πράξης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης οι πράξεις και ο νόμος εφαρμόζονται κανονικά. Δεύτερος αν και πιο επώδυνος τρόπος είναι αυτός της παράβασης του νόμου με ανάληψη της ευθύνης για τις συνέπειες. Σε αυτή την περίπτωση ο διαφωνών παραβαίνει το νόμο και ακολούθως ηθελημένα παραδίδεται στη δικαιοσύνη για να δικαστεί και στα πλαίσια της δίκης του να αποδειχθεί η αντισυνταγματικότητα του νόμου. Κλασσικό τέτοιο παράδειγμα επιτυχούς ακύρωσης νόμου υπήρξε “η δίκη των πιθήκων” στο Τενεσί των ΗΠΑ το 1925. Ο νεαρός δάσκαλος Τζών Τόμας Σκόμπ εν γνώσει πως παραβαίνει τον νόμο που απαγόρευε την διδασκαλία της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου στην εκπαίδευση αφιέρωσε ένα σχετικό μάθημα στην τάξη του, με αποτέλεσμα να κινηθεί δίκη εναντίον του. Παρά την εν τέλει καταδίκη του σε πρόστιμο για αυτή την πράξη του ο σάλος που προκάλεσε οδήγησε στην αδρανοποίηση του νόμου περί εξέλιξης. Τρίτος τέλος τρόπος, που συνδυάζεται με τους ανωτέρω, είναι αυτός της διαμαρτυρίας μέσω της ενημέρωσης της κοινής γνώμης για το θέμα, με πορείες, επιστολές διαμαρτυρίες, αρθρογραφία κτλ ώστε όταν αλλάξει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ο νόμος να καταργηθεί ή να αναθεωρηθεί. Στο μεσοδιάστημα όλες οι διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται κανονικά από τους διαμαρτυρόμενους. Είναι πιο αργόσυρτος δρόμος και η επιτυχία του εξαρτάται από την δραστηριότητα και/ή την ισχύ των διαμαρτυρομένων.
Οι προπεριγραφέντες τρόποι κινούνται εντός των ορίων της δημοκρατίας, δεν την φθείρουν και οδηγούν ακόμα και αν αποτύχουν σε ενίσχυση της νομιμότητας. Αντίθετα, άλλες οδοί που δυστυχώς ακολουθούνται συχνότερα στην ελληνική πραγματικότητα έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνες. Η συστηματική μη εφαρμογή του νόμου με παράλληλη άρνηση των συνεπειών της παράβασης με την συχνότατη πρόφαση του πολιτικού αγώνα που πρέπει να μείνει ατιμώρητος απολήγει σε πλήρη διάλυση του κράτους δικαίου. Ενδεικτικά, στην ακραία λογική της επέκταση δικαιολογεί ακόμα και το δολοφόνο ή τον ληστή που μπορεί να ισχυριστεί πως διαφωνεί με την προστασία της ανθρώπινη ζωής ή περιουσίας και για αυτό έδρασε όπως έδρασε. Επιπλέον δε υποσκάπτει και τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής: η μη εφαρμογή ενός νόμου επειδή αντιτίθεται στα συμφέροντα μίας ομάδας πληθυσμού οδηγεί και τις άλλες να πράξουν το ίδιο και να αντιταχθούν βίαια σε κάθε απόπειρα επιβολής των κανονισμών του συνόλου που τις θίγουν (βλ. Κερατέα). Αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η εφαρμογή μόνο των νόμων που εξυπηρετούν το συμφέρον της κυρίαρχης οικονομικά και πολιτικά τάξης ή των διάφορων συντεχνιών που έχουν την δύναμη να πιέσουν για την ατιμωρησία τους. Επόμενο στάδιο σε μία τέτοια ολισθηρή πορεία είναι ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε αντίπαλες κλειστές ομάδες που συγκρούονται εις βάρος όλων των υπολοίπων.
Κλείνω αυτό το σημείωμα με μία διδακτική ιστορία από τον Ηρόδοτο: όταν ο Ξέρξης ρώτησε τον εξόριστο στην Αυλή του Δημάρατο πως θα νικήσουν οι Σπαρτιάτες τους δικού του πολεμιστές που πολεμούν με το φόβο ότι τους παρακολουθεί ο Σπαρτιάτης του απάντησε “Βασιλιά μου, και οι Σπαρτιάτες έχουν κύριο που τους υποχρεώνει να πολεμούν και μάλιστα πιο σκληρό από εσένα. Τον λένε νόμο.” Ο νόμος λοιπόν με την έννοια του σεβασμού της νομιμότητας μαζί με την αγάπη για τη πατρίδα ήταν που ώθησε τους Έλληνες στην εποποιία των περσικών πολέμων. Και η τήρηση της νομιμότητας σήμερα είναι που θα μας βγάλει από την κρίση.
1Ο ορισμός από το Λεξικό των Τεγόπουλου -Φυτράκη, Δ έκδοση, σελ. 502.
2Βλ. Τεγόπουλου-Φυτράκη, ο.π. σελ. 66-67.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου